- περιγίγνομαι
- και περιγίνομαι Α1. είμαι ανώτερος από κάποιον, υπερτερώ, υπερέχω2. είμαι πιο δυνατός από κάποιον, υπερισχύω, νικώ3. εξακολουθώ να υπάρχω μετά από ένα γεγονός ή μετά τον θάνατο κάποιου, διασώζομαι, επιζώ4. (για πράγμ.) περισσεύω, πλεονάζω, μένω ως υπόλοιπο5. (για πράγμ.) υπολείπομαι, μένω ως κέρδος ή ως αποτέλεσμα («τοῑς... τότε πεισθεῑσιν ἡ σωτηρία περιεγένετο» — για εκείνους που είχαν πεισθεί η σωτηρία ήταν το κέρδος, Δημοσθ.)6. (το αρσ. τής μτχ. αορ. στον πληθ. ως ουσ.) oἱ περιγενόμενοιοι επιζήσαντες, οι διασωθέντες7. (το ουδ. τής μτχ. ενεστ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ περιγιγνόμενατα εισοδήματα.
Dictionary of Greek. 2013.